καραμάνικο

καραμάνικο
και καραμάνι και καραμαλίτικο, το [καραμάνης]
είδος προβάτου με πλατιά και κοντή ουρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καραμάνι — το βλ. καραμάνικο …   Dictionary of Greek

  • Φούγκα, Φερδινάνδος — (Fuga, Φλωρεντία 1699 – Ρώμη 1781). Ιταλός αρχιτέκτονας. Τα πρώτα μαθήματα αρχιτεκτονικής τα πήρε από τον Γ. Φοτζίνι και στη συνέχεια τελειοποίησε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου έζησε από το 1717 έως το 1726. Γύρω στο 1725 πραγματοποίησε τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”